- οκτωβριανός
- και οχτωβριανός, -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Οκτώβριο2. αυτός που έγινε κατά τον μήνα Οκτώβριο («οκτωβριανή επανάσταση» — η επανάσταση τών μπολσεβίκων στη Ρωσία τον Οκτώβριο τού 1917)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτωβριανάσυγκρούσεις που έγιναν το 1916 στην Αθήνα μεταξύ τών γαλλικών αποβατικών αγημάτων και μονάδων τού ελληνικού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < Οκτώβριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ν. Σαρίπολο].
Dictionary of Greek. 2013.